- μία
- και μια, η (ΑΜ μία)θηλ. τού ένας (εἷς)νεοελλ.1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα) κάποια4. φρ. α) (ως επίρρ.) «μια φορά και...» και «μια και...» και «μια φορά που...» και «μια που...» — αφού, εφόσον («μια και τό έφερε η κουβέντα, θα στό πω»)β) «μία σου και μία μου» — σειρά σου και σειρά μου, είμαστε πάτσιγ) «μια για πάντα» — οριστικά, τελεσίδικα («τελειώσαμε μια για πάντα»)δ) «μια και καλή» και «μια και έξω» — με μια και ολοκληρωμένη προσπάθεια, τελειωτικάε) «μια λέει ναι και μια λέει όχι» — άλλοτε μεν, άλλοτε δεστ) «μια μπουκιά» και «μια σταλιά» και «μια στάλα» — ελάχιστος, μικροσκοπικός, ανάξιος λόγου, εντελώς ακίνδυνοςζ) «μια ο ένας μια ο άλλος» — εναλλάξ, εκ περιτροπήςη) «μια τρύπα στο νερό» — λέγεται για να δηλώσει την πλήρη αποτυχία («τελικά, όσο και να προσπάθησε, μια τρύπα στο νερό έκανε»)θ) «μια φορά»i) εν πάση περιπτώσει, αναμφίβολα («εγώ μια φορά τού τό είπα»)ii) χρησιμοποιείται για να δηλώσει την έννοια τής αξίας, τής ικανότητας και τής δύναμης («είναι μορφωμένη μια φορά»)iii) χρησιμοποιείται ειρωνικά για να δηλώσει αντίθετες έννοιες («μωρέ άνδρας μια φορά να σού πετύχει»)ι) «μια φορά κι έναν καιρό» — κάποτε στο παρελθόν, πολύ παλιάια) «μια φούχτα» και «μια χούφτα» — ελάχιστη ποσότητα ή ελάχιστο πλήθοςιβ) «μια χαρά» — πολύ ωραία («τά κατάφερα μια χαρά»)ιγ) «είμαι μια χαρά» — είμαι πολύ καλάιδ) «μία-μία»i) πολύ αργά («μην περπατάς μία-μία»)ii) χωριστά, με τη σειράιε) «τά έφερα μία η άλλη» — δεν είμαι ούτε κερδισμένος ούτε χαμένοςιστ) «με μιας»i) αίφνης, ξαφνικάii) χωρίς χρονοτριβή, αμέσωςiii) εξ ολοκλήρουιζ) «μια και μια» — διαλεγμένες, εκλεκτές («αυτές οι ντομάτες είναι μια και μια»).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἕνας].
Dictionary of Greek. 2013.